-
1 лень
лень 1. ж η τεμπελιά, η οκνηρία 2. предик.: мне \лень идти βαριέμαι να πηγαίνω* * *1. жη τεμπελιά, η οκνηρία2. предик.мне лень идти́ — βαριέμαι να πηγαίνω
-
2 леность
леностьж ἡ τεμπελιά, ἡ ὁκνηρία / ἡ νωθρότητα [-ης] (вялость). -
3 лень
лен||ь 1. ж ἡ τεμπελιά, ἡ ὁκνηρία / ἡ νωθρότητα [-ης] (вялость):на него́ напала \лень τόν Επιασε τεμπελιά· из \леньи ἀπό τεμπελιά·2. предик безл (не хочется):ему \лень с места сдвинуться βαριέται νά κουνηθεί ἀπ· τή θέση του. -
4 праздиость
праздиост||ьж1. (незанятость) ἡ ἀργία, ἡ ἀπραξία, ἡ σχολή, ἡ φυγοπονία, ἡ ὁκνηρία:жить в \праздиостьи εἶμαι ἀργόσχολος·2. (ненужность) τό ἀνωφελές. -
5 бездействие
-я ουδ.αδράνεια, οκνηρία, απραξία•преступное бездействие εγκληματική αδράνεια ή αδιαφορία.
-
6 бездеятельность
-и θ.αδράνεια, νωθρότητα, οκνηρία. -
7 леность
-и θ.τεμπελιά• οκνηρία. -
8 ленца
-ы θ.οκνηρία, ραθυμία, νωθρότητα, βαριεμάρα•человек с -ой βαρετός άνθροίπος.
-
9 лень
-и θ.1. τεμπελιά, οκνηρία, οκνιά, ραθυμία, βαριεμάρσ.• νωθρότητα•лень его обуяла τον έπιασε η τεμπελιά.
2. με σημ. κατηγ. βαριέμαι, οκνεύω, τεμπελιάζω•лень ему руку поднимать βαριέτοι ακόμα και το χέρι να σηκώσει•
ему лень говорить βαριέται ακόμα και να μιλά.
εκφρ.все кому не лень – όλοι όποιος δεν τεμπελιάζει•не лень тебе (делать) – αν δεν βαριέσαι (να κάνεις). -
10 мешкотность
-и θ.βραδύτητα, οκνηρία. -
11 празднолюбие
-я ουδ.παλ. οκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία• τεμπελιά. -
12 праздность
-и θ.οκνηρία, φυγοπονία, α-καματιά, τεμπελιά• ραθυμία. || μη ύπαρξη περιεχομένου•праздность жизни ζωή χωρίς περιεχόμενο•
праздность разговора κουβέντα χωρίς περιεχόμενο.
См. также в других словарях:
ὀκνηρία — ὀκνηρίᾱ , ὀκνηρία fem nom/voc/acc dual ὀκνηρίᾱ , ὀκνηρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρίᾳ — ὀκνηρίᾱͅ , ὀκνηρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνηρία — η (Α ὀκνηρία) [οκνηρός] τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ») … Dictionary of Greek
οκνηρία — η έλλειψη προσπάθειας, νωθρότητα, βαριεστιμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκνηρίας — ὀκνηρίᾱς , ὀκνηρία fem acc pl ὀκνηρίᾱς , ὀκνηρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρίαν — ὀκνηρίᾱν , ὀκνηρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρίαις — ὀκνηρία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
αβελτερία — ἀβελτερία, η (Α) [ἀβέλτερος] 1. νωθρότητα, οκνηρία τής σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα 2. διαφθορά, πτώση … Dictionary of Greek
αδουλεψιά — η [δούλεψη] 1. έλλειψη εργασίας, ανεργία 2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία 3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια … Dictionary of Greek